- Ἰήσονος
- Ἰήσωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… … Dictionary of Greek